- παραβολως
- παραβόλωςπαρα-βόλως1) смело, отважно
(πλεῖν Men.; ἀγωνίζεσθαι Plut.)
2) неожиданно, врасплох(π. καὴ ἀνελπίστως Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πλεῖν Men.; ἀγωνίζεσθαι Plut.)
(π. καὴ ἀνελπίστως Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραβόλως — παράβολος with a side meaning adverbial παράβολος with a side meaning masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… … Dictionary of Greek